- κολόβιο
- το (AM κολόβιον)νεοελλ.κοντό ένδυμα, χωρίς μανίκια για το άνω μέρος τού κορμού, γιλέκο ή κοντομάνικο πουλόβερμσν.-αρχ.είδος χιτωνίσκου με κοντά μανίκια ή και χωρίς μανίκιααρχ.είδος τηβέννου τών συγκλητικών.[ΕΤΥΜΟΛ. < *κολόβιος < κολοβός].
Dictionary of Greek. 2013.